- χιονωπός
- -όν, ΜΑ1. αυτός που μοιάζει με χιόνι2. χιονοφεγγής*.[ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + κατάλ. -ωπός* (< θ. οπ- τού ὄπωπα*), πρβλ. σκυθρ-ωπός, φλογ-ωπός].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χιονωπόν — χιονωπός snow white masc/fem acc sg χιονωπός snow white neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… … Dictionary of Greek